Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Σέ τόν ἀναβαλλόμενον, τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον...

Σὲ τὸν ἀναβαλλόμενον, τὸ φῶς ὥσπερ ἱμάτιον, 
καθελὼν Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου, σὺν Νικοδήμῳ, 
καὶ θεωρήσας νεκρὸν γυμνὸν ἄταφον, 
εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών, ὀδυρόμενος ἔλεγεν· 
Οἴμοι, γλυκύτατε Ἰησοῦ! 
ὃν πρὸ μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος, 
ζόφον περιεβάλλετο, καὶ ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο, 
καὶ διερρήγνυτο ναοῦ τὸ καταπέτασμα· 
ἀλλ’ ἰδοὺ νῦν βλέπω σε, δι’ ἐμὲ ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον· 
πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου; 
ἢ πῶς σινδόσιν εἱλήσω; 
ποίαις χερσὶ δὲ προσψαύσω, τὸ σὸν ἀκήρατον σῶμα; 
ἢ ποῖα ᾄσματα μέλψω, τῇ σῇ ἐξόδῳ Οἰκτίρμον; 
Μεγαλύνω τὰ Πάθη σου, ὑμνολογῶ καὶ τὴν Ταφήν σου, 
σὺν τῇ Ἀναστάσει, κραυγάζων· 
Κύριε δόξα σοι.

Ο Μεγάλος «Ξένος» (δός μοι τοῦτον τόν ξένον)

Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ· 

δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.


youtube
Μεταγραφή

Τον ήλιο που έκρυψε τις ίδιες του τις ακτίνες 
και το καταπέτασμα του ναού που διερράγη, λόγω του θανάτου του Σωτήρος, 
ο Ιωσήφ όταν τα είδε, προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά ικετεύει λέγοντας: 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο. 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο. 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που με ξενίζει να βλέπω του θανάτου του το παράξενο. 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους. 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο. 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι. 
Δώσε μου αυτόν τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε: 
Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό, 
αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω. 
Και με τα λόγια αυτά ικετεύοντας τον Πιλάτο ο άρχοντας 
λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα, 
που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα 
και το έβαλε σε τάφο, 
αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.
☦ ☦ ☦ ☦ ☦ ☦ ☦
Ο Ιωσήφ ο από Αριμαθαίας, επισκέφθηκε τον Πιλάτο και εζήτησε τό πανακήρατο Σώμα του Χριστού, που ακόμη ήταν επάνω στο Σταυρό, για να το ενταφιάσει. 
Ο άγιος Επιφάνιος Κύπρου, παίρνοντας αφορμή από την ευαγγελική διήγηση, συνθέτει μιά υπέροχη ομιλία, όπου εμφανίζει τόν Ιωσήφ να λέγει προς τον Πιλάτο: “δός μοι τούτον τόν Ξένον”.
Ο ύμνος αυτός διαβάζεται ή ακούγεται στις εκκλησίες τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ μετά την περιφορά του επιταφίου.

Απόσπασμα από τον λόγο του Αγίου Επιφανίου, Αρχιεπισκόπου Κύπρου (4ος — 5ος αι.)
agiosminas